Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλειοδότης ο [plioδótis] Ο10 θηλ. πλειοδότρια [plioδótria] Ο27 : αυτός που πλειοδοτεί σε μια δημοπρασία, σε έναν πλειστηριασμό. ANT μειοδότης: Aναδείχτηκε ~ σε δημόσιο διαγωνισμό. || (ως επίθ.): H πλειοδότρια εταιρεία απέκτησε το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων πετρελαίου.
[λόγ. πλειο(δοσία) -δότης· λόγ. πλειοδό(της) -τρια]