Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλατσούρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατσούρισμα το [platsúrizma] & πλατσάρισμα το [platsárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλατσουρίζω.

[πλατσουρισ- (πλατσουρίζω), πλατσαρισ- (πλατσαρίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go