Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλατσομύτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατσομύτης ο [platsomítis] Ο11 θηλ. πλατσομύτα [platsomíta] Ο25 : (οικ.) αυτός που έχει μύτη πλακουτσωτή· πλακουτσομύτης.

[ίσως σύντμ. του πλακουτσομύτης [kutso > tso] · πλατσομύτ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες