Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλατανόφυλλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλατανόφυλλο το [platanófilo] Ο41 : το φύλλο του δέντρου πλάτανος, που είναι πλατύ και σε σχήμα παλάμης.

[πλάταν(ος) -ο- + φύλλο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go