Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλαστρόν το [plastrón] Ο (άκλ.) : κομμάτι υφάσματος, που προσαρμόζεται μόνιμα ή προσωρινά μπροστά στο στέρνο σε πολλά ρούχα: Πουκάμισο / ταγέρ (με) ~.
[λόγ. < γαλλ. plastron]



