Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλαστοπροσωπία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαστοπροσωπία η [plastoprosopía] Ο25 : η εμφάνιση κάποιου στη θέση και με την ταυτότητα άλλου προσώπου με σκοπό να εξαπατήσει, να αποκομίσει αθέμιτο κέρδος ή όφελος. || (νομ.) η απάτη, το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας: Kαταδικάστηκε για ~.

[λόγ. πλαστ(ός) -ο- + πρόσωπ(ον) -ία κατά το πλαστογραφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες