Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλαστογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαστογραφώ [plastoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. κάνω, διαπράττω πλαστογραφία: Πλαστογράφησε την υπογραφή του συνεταίρου του, για να εισπράξει την επιταγή. Πλαστογράφησαν δημόσια έγγραφα. 2. (μτφ.) διαστρέφω σκόπιμα (γραπτά ή προφορικά) την αλήθεια: Πλαστογράφησαν την ιστορία / τα γεγονότα.

[λόγ. < ελνστ. πλαστογραφῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go