Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλαστογράφηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαστογράφηση η [plastoγráfisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του πλαστογραφώ, η πλαστογραφία: H ~ υπογραφής τιμωρείται από το νόμο. Kατηγορήθη κε για ~ εγγράφου. 2. (μτφ.) σκόπιμη διαστρέβλωση (προφορική ή γραπτή) της αλήθειας: ~ της ιστορίας / των γεγονότων.

[λόγ. πλαστογραφη- (πλαστογραφώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go