Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλαστογράφημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαστογράφημα το [plastoγráfima] Ο49 : το πλαστό, το παραποιημένο έγγραφο, κείμενο.

[λόγ. < μσν. πλαστογράφημα < πλαστογραφη- (πλαστογραφώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go