Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλαστικοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαστικοποίηση η [plastikopíisi] Ο33 : η ενέργεια του πλαστικοποιώ: ~ μπετόν / τσιμέντου. || ~ ταυτότητας / διπλώματος οδήγησης.

[λόγ. πλαστι κ(ός) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go