Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλακέ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλακέ [plaké] Ε (άκλ.) : που είναι πεπλατυσμένος, λεπτός (ως προς το πάχος): ~ αναπτήρας / μπουκάλι. || Kέντημα ~, είδος βελονιάς στο κέντημα.

[λόγ. < γαλλ. plaqué]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλακέτα η [plakéta] Ο25 : πλάκα μικρών διαστάσεων συνήθ. από μέταλλο: Aναμνηστική / τιμητική / χρυσή ~.

[γαλλ. plaquett(e)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες