Παράλληλη αναζήτηση
| 12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλαγιο- [plajio] & πλαγιό- [plajió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & πλαγί- [plají], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του πλάγιος ή πλάγια, από τα πλάγια, στην πλάγια πλευρά: πλαγιότιτλος, ~βάδιση· πλαγιόδετος· ~δρομώ, ~μετωπικός. || πλαγίαυλος. || σε επιστημονικούς όρους: (ζωολ.) ~βάμονα, ~στομίδες· (ιατρ., ανατ.) ~κεφαλία· (ορυκτ.) πλαγιόκλαστο.
[λόγ. < ελνστ. πλαγι(ο)- θ. του αρχ. επιθ. πλάγιο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. πλαγιό-καρπος `με καρπούς στα πλάγια΄ & νλατ. plagio- `λοξός΄ < ελνστ. πλαγιο-: πλαγι-όστομα < νλατ. plagiostomi `γένος ψαριών όπως ο καρχαρίας΄]
- πλαγιοβάδιση η [plajiováδisi] Ο33 : αργός βηματισμός αλόγου.
[λόγ. πλαγιο- + βάδι(σις) -ση]
- πλαγιοδιποδισμός ο [plajioδipoδizmós] Ο17 : ο πλαγιοτροχασμός.
[λόγ. πλαγιο- + διποδισμός]
- πλαγιοδρομία η [plajioδromía] Ο25 : (ναυτ., για ιστιοφόρα) η πλεύση με τον άνεμο στα πλάγια του σκάφους.
[λόγ. πλαγιοδρομ(ώ) -ία]
- πλαγιοδρομώ [plajioδromó] Ρ10.9α : (ναυτ., για ιστιοφόρα) πλέω με τον άνεμο στα πλάγια του σκάφους.
[λόγ. πλαγιο- + δρόμ(ος) -ώ μτφρδ. γαλλ. courir vent de travers]
- πλαγιοκόπηση η [plajiokópisi] Ο33 : η πλευροκόπηση.
[λόγ. πλαγιοκοπη- (πλαγιοκοπώ) -σις > -ση]
- πλαγιοκοπώ [plajiokopó] -ούμαι Ρ10.9 : πλευροκοπώ.
[λόγ. πλαγιο- + -κοπώ κατά το πλευροκοπώ]
- πλαγιομετωπικός -ή -ό [plajiometopikós] Ε1 : κυρίως στο πλαγιομετωπική σύγκρουση αυτοκινήτου, όταν το αυτοκίνητο συγκρούεται με το πρόσθιο και το πλάγιο τμήμα του (δεξί ή αριστερό).
πλαγιομετωπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πλαγιο- + μετωπικός]
- πλάγιος -α -ο [plájios] Ε6 : I1. που έχει μια κλίση σε σχέση με τον κατακόρυφο (κάθετο) άξονα ή που σχηματίζει (οξεία) γωνία σε σχέση με μια (πραγματική ή νοητή) ευθεία: Πλάγια γραμμή. ~ δρόμος. Σε πλάγια θέση / στάση, ούτε οριζόντια ούτε κάθετη (κατακόρυφη). ~ άνεμος, που πνέει στα πλευρά του πλοίου. || Πλάγιο βλέμμα, με την άκρη του ματιού· και ως ένδειξη καχυποψίας, θυμού, εχθρότητας. || (γεωμ.) Πλάγια ευθεία, που δεν είναι ούτε οριζόντια ούτε κάθετη σε σχέση προς δοθείσα ευθεία ή επίπεδο. || (γυμν.) Πλάγια βήματα (δεξιά, αριστερά), σε δεξιά ή αριστε ρή κατεύθυνση σε σχέση με τη στάση του σώματος. || (τυπ.) Πλάγια στοιχεία / γράμματα, που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ANT όρθια. || (μουσ.) ~ ήχος, (πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος), διαίρεση των (οκτώ) ήχων της βυζαντινής μουσικής. ΦΡ σε ήχο* πλάγιο. || (γραμμ.) Πλάγιες πτώσεις, η γενική, η δοτική και η αιτιατική σε αντιδιαστολή προς την ονομαστική και την κλητική. ANT ορθές. || (συντ.) που δεν εκφέρεται άμεσα, εξαρτημένος: ~ λόγος. Πλάγια ερώτηση. ANT ευθύς. || (ως ουσ.) τα πλάγια, οι πλευρές, τα πλαϊνά: Tο αυτοκίνητο χτύπησε στα πλάγια. Ο αέρας φυσούσε από τα πλάγια. 2. που βρίσκεται δίπλα, στο πλάι. II. (μτφ.) που δεν είναι ευθύς, άμεσος. α. έμμεσος, υπαινικτικός: Tου μίλησα με πλάγιο τρόπο, για να μην τον προσβάλω. β. που γίνεται παρά το νόμο, τον τύπο, χωρίς ευθύτητα, ήθος: Mεταχειρίστηκε πλάγια μέσα, για να προσληφθεί στην τράπεζα. ΦΡ διά της πλαγίας οδού*. γ. Πλάγιοι συγγενείς, ~ απόγονος, εξ αγχιστείας.
πλάγια & πλαγίως ΕΠIΡΡ: Tο πλοίο έγειρε λίγο ~ και φοβηθήκαμε. Tου το είπα ~ / πλαγίως γιατί ήξερα ότι θα στενοχωριόταν. [λόγ.: Ι: αρχ. πλάγιος· ΙΙ: σημδ.: α, β: γαλλ. oblique· γ: γαλλ. collatéraux· λόγ. < αρχ. πλαγίως]
- πλαγιότιτλος ο [plajiótitlos] Ο20α : δευτερεύων τίτλος που βρίσκεται στο πλάι, στο περιθώριο ενός κειμένου (σε εφημερίδα, περιοδικό, βιβλίο κτλ.).
[λόγ. πλαγιο- + τίτλος]



