Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλαγιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλαγιάζω [plajázo] Ρ2.1α μππ. πλαγιασμένος : (οικ.) 1. γέρνω ή κάνω κτ. να γείρει, να πάρει πλάγια θέση: Tα δέντρα ήταν πλαγιασμένα από το δυνατό αέρα. ~ τη μοτοσικλέτα στις στροφές, της δίνω (μεγάλη) κλίση. 2. ξαπλώνω, πέφτω στο κρεβάτι κυρίως για να κοιμηθώ: Nύσταξε και πήγε να πλαγιάσει. Είναι άρρωστος και πλαγιάζει. || ~ με κπ. ή με κάποια, κάνω έρωτα: Πλάγιαζε με τον ένα και με τον άλλο.

[ελνστ. πλαγιάζω `γυρίζω στο πλάι΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go