Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλίνθος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλίνθος η [plínθos] Ο35 : (λόγ.) δομικό υλικό από λάσπη, πηλό ή τσιμέντο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, που κατασκευάζεται σε ειδικά καλούπια και έχει ορισμένες διαστάσεις: Ωμή ~, ωμόπλινθος, πλιθί. Οπτή ~, οπτόπλινθος, τούβλο. ΦΡ λίθοι*, πλίνθοι, κέραμοι… || (επέκτ.) καθετί που μοιάζει με πλίνθο.

[λόγ. < αρχ. πλίνθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go