Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλέριος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλέριος -α -ο [plérjos] Ε4 : (λογοτ.) πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος. πλέρια ΕΠIΡΡ.

[αρχ. πλήρης μεταπλ. κατά το ακέραιος > ακέριος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go