Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλέξη η [pléksi] Ο31 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω. 2. ο τρόπος με τον οποίο πλέκεται κτ. (κυρ. για νήματα): Aραιή / πυκνή / σφιχτή ~.
[αρχ. πλέξις (-σις > -ση)]



