Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάτωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλάτωμα το [plátoma] Ο49 : εκτεταμένη επίπεδη έκταση, κυρίως σε υψώματα: Έστησαν τις σκηνές τους στο ~ του λόφου.

[πλάτ(ος) -ωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες