Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πλάσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλάσιμο το [plásimo] Ο50 : η ενέργεια του πλάθω. 1. η κατεργασία μιας εύπλαστης ύλης και η διαμόρφωσή της σε ορισμένο σχήμα, μορφή: Tο ~ του ψωμιού / της ζύμης / του πηλού. 2. (μτφ.) η επινόηση, η δημιουργία (με το μυαλό, με τη φαντασία): Tο ~ μύθων / χαρακτήρων.

[πλασ- (πλά θω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go