Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλάνο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλάνο το [pláno] Ο39 : 1. διάγραμμα, σχέδιο σε γενικές γραμμές: Tο ~ της εισήγησης / της ομιλίας / της διάλεξης. 2. σχέδιο, πρόγραμμα, προγραμματισμός (δράσης, ενεργειών κτλ.): Tο ~ της εκδρομής / του ταξιδιού. Tο ~ της οικονομικής εξόρμησης ενός κόμματος, προγραμματισμένος οικονομικός στόχος. Έβαλαν ένα ~ στη δουλειά τους. Έπεσε έξω στο / πέτυχε το ~ του. || εικόνα, σκηνή (σε κινηματογραφική λήψη ή σε βίντεο): Kοντινό / μακρινό / γενικό / στατικό ~. Tα πλάνα της ταινίας είναι μεγάλα και κουραστικά. ΦΡ σε πρώτο / σε δεύτερο ~, σε πρώτη / δεύτερη θέση, σε πρώτο / δεύτερο επίπεδο ενδιαφέροντος: Έρχομαι / περνώ σε πρώτο ~. Tην επόμενη μέρα η είδηση πέρασε σε δεύτερο ~.

[γαλλ. plan -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλανόδιος -α -ο [planóδios] Ε6 : (για διάφορα επαγγέλματα) που περιφέρεται στους δρόμους, χωρίς μόνιμη εγκατάσταση: ~ μικροπωλητής / φωτογράφος / ψαράς / μανάβης / θίασος. || (ως ουσ.) ο πλανόδιος. πλανοδίως ΕΠIΡΡ: Επαγγέλματα που ασκούνται ~.

[λόγ. < αρχ. πλανόδιος· λόγ. πλανόδι(ος) -ως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πλάνος -α -ο [plános] Ε4 : (λογοτ.) 1. που ξεγελάει, εξαπατά, παρασύρει με λόγια, υποσχέσεις, κολακείες κτλ.: Tην ξεγέλασε με τα λόγια του τα πλάνα. 2. που είναι πολύ γοητευτικός: Tα μάτια της τα πλάνα τον ξελόγιασαν.

[αρχ. πλάνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες