Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πλάβα η [pláva] Ο25 : βάρκα χωρίς καρίνα, κυρίως για λίμνες και ποταμούς.
[βουλγ. απαρέμφ. plavatĭ `κολυμπώ, πλέω΄ με αποβ. του τελ. συμφ. και θηλ. με βάση το -α και κατά τη λ. βάρκα]



