Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πισώπλατος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισώπλατος -η -ο [pisóplatos] Ε5 : που γίνεται πισώπλατα: Πισώπλατο χτύπημα, δόλιο, ύπουλο. πισώπλατα* ΕΠIΡΡ.

[επίρρ. πισώπλατ(α) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go