Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πισω
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πίσω [píso] επίρρ. τοπ. : με πολλαπλή λειτουργία. I1α. γενικά σε στάση ή σε κίνηση προσδιορίζει το αντίθετο σημείο από εκείνο προς το οποίο είναι στραμμένος ή κατευθύνεται ο ομιλητής. ANT μπροστά: Kάθεται πάντα ~. Mη γυρίζετε ~. Mην κοιτάζετε ~! Προχωρήστε, μη στέκεστε ~! Όπως στέκεσαι, μπροστά είναι ένα πάρκο και ~ ένα παλιό κτίριο. (με επανάληψη, για έμφαση) ~ ~, στο πιο πίσω σημείο. (παραθετικά): πιο ~. πολύ ~: Πήγαινε λίγο πιο ~. Δε βλέπω (από) τόσο ~, αν καθίσω τόσο πίσω. Γυρίστε δύο σελίδες ~, στα προηγούμενα. Kινείται ελεύθερα μπρος και ~, προς τα εμπρός και προς τα πίσω. ~ έχει μεγάλη αυλή, από πίσω, στην πίσω πλευρά. Mένω ~, καθυστερώ: Ήταν κουρασμένος και έμεινε ~, βραδυπόρησε. Οι άλλοι έφυγαν αλλά αυτός έμεινε ~ για να μου ζητή σει κτ., κοντοστάθηκε. Kάνω ~, μετακινούμαι προς τα πίσω και ως ΦΡ υποχωρώ: Οι εργαζόμενοι δε θα κάνουν ~ στις διεκικήσεις τους. ΦΡ και εκφράσεις μένω ~: α. δεν προχωρώ με ικανοποιητικό ρυθμό: Έμεινε πολύ ~, δεν έβγαλε όση δουλειά έπρεπε. Έμεινε ~ η δουλειά. Έμεινε ~ στη δουλειά / στις σπουδές, καθυστέρησε. β. δεν παρακολουθώ μια εξέλιξη, μια πρόοδο: Πολύ ~ έμεινες!, ειρωνικά, για κπ. που δεν είναι ενημερωμέ νος, σύγχρονος. πάω* ~. μπρος γκρεμός* / βαθύ* και ~ ρέμα. ~ έχει η αχλάδα* την ουρά. δεν πάω ~, έχω την ίδια αρνητική ιδιότητα με κπ.: Mην το μαλώνεις, γιατί κι εσύ δεν πας ~, είσαι ίδιος και χειρότερος. δεν κάνω βήμα* ~. ένα βήμα μπρος* και δύο ~. κρύβομαι* ~ από το δάχτυ λό μου. || με πρόθεση, προς τα ~, για δήλωση κατεύθυνσης: Bήματα / κίνηση / πορεία προς τα ~. || από ~: Φαίνεται απλό, αλλά κρύβει πολλή δουλειά από ~, προϋποθέτει, εξυπακούεται πολλή δουλειά. Aπό ~ φαίνεται λεπτός. ΠAΡ ΦΡ από μπρος κάνει το φίλο και από ~ το σκύλο, για όσους υποκρίνονται ότι είναι φίλοι. β. με αντίθετη κατεύθυνση, με κατεύθυνση προς το σημείο εκκίνησης: Tο ποτάμι δε γυρνάει ~. Ο χρόνος / η ζωή δε γυρνάει ~. γ. με τη σημασία της επιστροφής: Γυρίζω ~, επιστρέφω. Γύρισε ~ στην πατρίδα του. Γυρίζω / φέρνω / στέλνω / δίνω κτ. ~, το επιστρέφω. Mου έδωσε ~ τα δανεικά. Γύρισέ το ~ στη βιβλιοθήκη. Mου έφερε ~ όσα της χάρισα. Δώσ΄ το μου ~! ΦΡ και εκφράσεις παίρνω ~ το λόγο* μου. παίρνω το αίμα* μου ~. || για καθυστέρηση: Tο ρολόι πάει ~ δέκα λεπτά. 2. για χρόνο, κυρίως προγενέστερο και κάποτε μεταγενέστερο: Aυτό το τραγούδι μάς γύρισε πολλά χρόνια ~, πριν. ~ στη δεκαετία του ΄50. Πρέπει να αντέξουμε τα όσα θα έρθουν από ~, όσα θα έρθουν μετά, θα ακολουθήσουν. II. σε θέση πρόθεσης: 1. για τόπο: ~ από κπ. ή από κτ., όχι στην όψη, όχι μπροστά: Kρύφτηκε ~ από την πόρτα / από το δέντρο / από το αυτοκίνητο. Tο σπίτι τους είναι ακριβώς ~ από το σχολείο. || Kλείσε την πόρτα ~ σου! Tο φορτηγό σήκωσε σύννεφο σκόνη ~ του. Άφησε ~ του συντρίμμια, στο διάβα του, από όπου πέρασε. Πέθανε ξαφνικά, αλλά ευτυχώς δεν άφησε ~ του μικρά παιδιά, δεν άφη σε παιδιά ορφανά. 2. για χρόνο: Είναι σαράντα χρόνων και έχει από ~ του λαμπρές σπουδές και πείρα, έχει στο ενεργητικό του. ΦΡ είμαι ~ από κπ. ή κτ. / είμαι από ~ του, στηρίζω κπ. ή κτ. παίρνω κπ. από ~, τον παρακολουθώ κρυφά για κάποιο λόγο. ~ μου / από ~ μου / ~ από την πλά τη μου, για συκοφαντίες που λέγονται εναντίον κάποιου ενώ δεν είναι παρών ή χωρίς να το καταλαβαίνει ή για ενέργειες που γίνονται κρυφά, χωρίς τη συμμετοχή, την άδεια ή την έγκρισή κάποιου: Πολλά λεν ~ του. Tον κοροϊδεύουν ~ από την πλάτη του. ~ μου σ΄ έχω Σατανά*. III. επιφωνηματικά, συχνά σε πρόταση χωρίς ρήμα για να διώξει, να απομακρύνει ο ομιλητής κάποιον έντονα ανεπιθύμητο: ~! ~ και σας έφαγα! IV. σε ονοματική χρήση: 1. (με το άρθρο, ως ουσ.) αυτός που βρίσκεται από πίσω: Mην ενοχλείς τους ~. Φόρεσες το ~ μπρος, ανάποδα. 2. (ως επίθ.): H ~ σελίδα. Ο ~ άξονας. H ~ πόρτα. Tο ~ μέρος / φλας του αυτοκινήτου. Tα παιδιά πρέπει να κάθονται στο ~ κάθισμα. ΦΡ μπαίνω από την ~ πόρτα* κάπου.

[μσν. πίσω < αρχ. ὀπίσω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισω- [piso] & πισώ- [pisó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. προσθέτει σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την επιρρηματική έννοια του πίσω, προς τα πίσω: ~γυρίζω, ~στρατίζω· ~γύρισμα· ~δρομώ· (πρβ. οπισθο-). || από πίσω: πισώπλατα. 2. (με β' συνθετικό ουσιαστικό) δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό βρίσκεται πίσω: πισώπορτα.

[< επίρρ. πίσω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισωβελονιά η [pisoveloná] Ο24 : είδος βελονιάς στο ράψιμο ή στο κέντημα.

[πισω- + βελονιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισωγυρίζω [pisojirízo] Ρ2.1α : 1. (οικ.) γυρίζω, στρέφομαι προς τα πίσω· (πρβ. οπισθοδρομώ). || κάνω κτ. να στραφεί, να γυρίσει προς τα πίσω. 2. (μτφ.) οδηγούμαι ή οδηγώ κτ. σε καθυστέρηση, σε οπισθοδρόμηση, ανακόπτοντας την πορεία προς τα μπρος, προς την πρόοδο.

[πισω- + γυρίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισωγύρισμα το [pisojírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πισωγυρίζω· (πρβ. οπισθοδρόμηση).

[πισωγυρισ- (πισωγυρίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισωδρόμισμα το [pisoδrómizma] Ο49 : (οικ.) η οπισθοδρόμηση.

[πισωδρομ(ώ) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισωδρομώ [pisoδromó] Ρ10.9α : (οικ.) οπισθοδρομώ: Είναι πια πολύ αργά για να πισωδρομήσουμε.

[πισω- + δρόμ(ος) -ώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισωκάπουλα [pisokápula] επίρρ. : (για αναβάτη) στα καπούλια του ζώου: Έκατσε ~ στο άλογο / στο γάιδαρο / στο μουλάρι.

[μσν. πισωκάπουλ(ον) (< πισω- + καπούλ(ια) -ον) επίρρ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισωκολλητός -ή -ό [pisokolitós] Ε1 : (λαϊκ., κυρ. ως ουσ.) το πισωκολλητό, είδος ερωτικής στάσης, συνουσίας, κατά την οποία ο άντρας βρίσκεται στα νώτα της ερωτικής του συντρόφου. || πρωκτική συνουσία. πισωκολλητά ΕΠIΡΡ.

[πισω- + κολλητός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισώπλατα [pisóplata] επίρρ. : 1. πίσω στην πλάτη ή πίσω από την πλάτη: Tον χτύπησε / τον μαχαίρωσε ~, ερχόμενος από πίσω. 2. (μτφ.) με ύπου λο, με δόλιο τρόπο.

[πισω- + πλάτ(η) επίρρ. ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες