Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιστόλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστόλα η [pistóla] Ο25 : I1. μεγάλο πιστόλι. 2. είδος παλαιότερου κοντόκαννου όπλου (ιδ. της εποχής της επανάστασης του 1821). II. παλαιότερο χρυσό νόμισμα χωρών της Δύσης.

[Ι: ιταλ. pistola < γαλλ. pistole < γερμ. Ρistole· ΙΙ: ιταλ. pistola < ισπαν. pistola < γαλλ. pistole]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go