Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιστοποιητικό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστοποιητικό το [pistopiitikó] Ο38 : επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει, που πιστοποιεί κτ. ή / και δίνει πληροφορίες, στοιχεία για κπ. ή για κτ.: ~ γάμου / γεννήσεως / θανάτου / σπουδών. Εκδίδω / χορηγώ / προσκομίζω / καταθέτω (ένα) ~. ~ κοινωνικών φρονημάτων*.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. πιστοποιητικός σημδ. γαλλ. certificat]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστοποιητικός -ή -ό [pistopiitikós] Ε1 : που πιστοποιεί κτ. || (ως ουσ.) το πιστοποιητικό*.

[λόγ. < ελνστ. πιστοποιητικός `που παρέχει εγγύηση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go