Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιστολίδι το [pistolíδi] Ο44 : συνεχείς, πυκνοί πυροβολισμοί με πιστόλια: Ο καβγάς κατέληξε σε ~. || ο ήχος συνεχών, πυκνών πυροβολισμών (με πιστόλι): Aκούσαμε ~ και τρομάξαμε.
[πιστόλ(ι) -ίδι]



