Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιστολέρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιστολέρο ο [pistoléro] Ο (άκλ.) : για άτομο που χειρίζεται το πιστόλι με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία.

[λόγ. < αγγλ. pistolero < ισπαν. pistolero]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go