Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πισσάσφαλτος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισσάσφαλτος η [pisásfaltos] Ο36 : φυσική ή κατεργασμένη καθαρή άσφαλτος, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, που χρησιμοποιείται κυρίως για την επίστρωση δρόμων.

[λόγ. < ελνστ. πισσάσφαλτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go