Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πισίνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πισίνα η [pisína] Ο25α : μεγάλη τεχνητή δεξαμενή κατάλληλα διαμορφωμένη και γεμάτη με νερό, στην οποία μπορεί κάποιος να κολυμπήσει, να ψυχαγωγηθεί ή να αθληθεί: Ξενοδοχείο / βίλα με ~. Tο νερό της πισίνας πρέπει να αλλάζεται τακτικά. πισινούλα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. piscina· πισίν(α) -ούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go