Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιρόγα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιρόγα η [piróγa] Ο25 : ελαφρό, μονόξυλο σκάφος ιθαγενών, με πολλά κουπιά.

[λόγ. < ιταλ. piroga (ορθογρ. δαν.) < γαλλ. < ισπαν. < από γλ. της Καραϊβικής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες