Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιρουνιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιρουνιά η [piruná] Ο24 : 1. η ποσότητα (στερεάς) τροφής που πιάνει το πιρούνι: Έφαγε μερικές πιρουνιές χόρτα / σαλάτα / ρύζι. 2. το τσίμπημα με πιρούνι και το ίχνος που αυτό αφήνει.

[πιρούν(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιρουνιάζω [pirunázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. πιάνω, τσιμπώ κτ. με πιρούνι. 2. (μτφ.) περονιάζω.

[πιρούν(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιρούνιασμα το [pirúnazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιρουνιάζω.

[πιρουνιασ- (πιρουνιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες