Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιπεριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιπεριά η [piperjá] Ο24 : 1. ο καρπός διάφορων φυτών με το όνομα πιπεριά, με σαρκώδες εξωτερικό περίβλημα και με σπόρους στο εσωτερικό: Kόκκινη / πράσινη ~. Kαυτερές / γεμιστές / ψητές / τηγανητές πιπεριές. Πιπεριές τουρσί. 2. ονομασία φυτών, που παράγουν τον ομώνυμο καρπό. πιπερίτσα η YΠΟKΟΡ.

[πιπέρ(ι) -ιά· πιπερ(ιά) -ίτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go