Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιπεράτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιπεράτος -η -ο [piperátos] Ε3 : 1. που έχει έντονη, καυστική γεύση: Πιπεράτη γεύση. Πιπεράτο τυρί. 2. (μτφ.) τολμηρός, καυστικός: Πιπεράτα λόγια / ανέκδοτα / αστεία.

[μσν. πιπεράτος < ελνστ. πεπερᾶτος κατά το πιπέρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες