Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πινάκλ το [pinákl] Ο (άκλ.) : είδος χαρτοπαίγνιου που παίζεται από δύο ως τέσσερα άτομα.
πινακλάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. pinocle με τον. κατά τα δάνεια από τα γαλλ.]



