Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πινάκλ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πινάκλ το [pinákl] Ο (άκλ.) : είδος χαρτοπαίγνιου που παίζεται από δύο ως τέσσερα άτομα. πινακλάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. pinocle με τον. κατά τα δάνεια από τα γαλλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες