Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πικραλίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικραλίδα η [pikralíδa] Ο26 : είδος χόρτου με πικρή γεύση.

[ελνστ. πικραλίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες