Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πικές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πικές ο [pikés] Ο13 : είδος βαμβακερού υφάσματος με ανάγλυφα υφαντικά σχήματα.

[< πικέ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα αρσ. -ές]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες