Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιερότος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιερότος ο [pierótos] Ο18 : 1. πρόσωπο της παλιάς ιταλικής κωμωδίας (κομέντια ντελ άρτε) και της παντομίμας. 2. αποκριάτικη στολή και το πρόσωπο που τη φοράει: Nτύθηκε ~, με φαρδιά άσπρα ρούχα, μεγάλα μαύρα κουμπιά, πτυχωτό περιλαίμιο και κωνικό καπέλο: Ο ~ χόρευε με μια κολομπίνα.

[παλ. ιταλ. pierroto < γαλλ. pierrot]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go