Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιεζοηλεκτρικός -ή -ό [piezoilektrikós] Ε1 : που αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό: Πιεζοηλεκτρικοί κρύσταλλοι. Πιεζοηλεκτρικά στοιχεία.
[λόγ. < διεθ. piezo- < αρχ. πιέζ(ω) -ο- + electric = ηλεκτρικός]



