Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιατοθήκη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιατοθήκη η [pxatoθíi] Ο30 : έπιπλο ή ειδική κατασκευή στην κουζίνα, όπου τοποθετούνται, φυλάγονται τα πιατικά.

[λόγ. πιάτ(ο) -ο- + -θήκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες