Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιανίσιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιανίσιμο [pxanísimo] επίρρ. τροπ. : (μουσ., για τρόπο εκτέλεσης μουσικού κομματιού) πολύ σιγά και γλυκά. ANT φορτίσιμο. || (ως ουσ.) μουσι κό κομμάτι που εκτελείται πολύ σιγά και γλυκά.

[λόγ. < ιταλ. pianissimo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες