Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πιάσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πιάσιμο το [pxásimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιάνω. 1. το κράτημα (στο χέρι) ενός αντικειμένου: Tο σωστό ~ του βιολιού παίζει ρόλο στο καλό παίξιμο. Tο ~ της μπάλας από τον τερματοφύλακα, μπλοκάρισμα. 2. (καταδίωξη, κυνήγημα και) σύλληψη: Tο ~ του κλέφτη / του λαγού. 3. σύνδεση, στερέωση, συγκράτηση: Tο ~ των χαρτιών με συνδετήρα / των μαλλιών με τσιμπιδάκι. 4. κατάληψη, κατοχή: Tο ~ μιας θέσης / κάποιου χώρου. 5. μυϊκή (ή άλλη) δυσκαμψία: Έμεινε στο κρεβάτι από ~ της μέσης. 6. (οικ., στον πληθ.) οι καμπύλες, κυρίως του γυναικείου σώματος: Γυναίκα με πολλά πιασίματα.

[πιασ- (πιάνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go