Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πηχτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πηχτός -ή -ό [pixtós] & πηκτός -ή -ό [piktós] Ε1 : (κυρ. για ρευστό) 1. που η σύστασή του είναι πυκνή, παχύρρευστος, πυκνόρρευστος. ANT αραιός: Πηχτή σούπα / σάλτσα. Πηχτή φασολάδα. Tη φακή την προτιμώ πηχτή. H μπογιά είναι πο λύ πηχτή· χρειάζεται λίγο αραίωμα. || (μτφ.): Πηχτό σκοτάδι, πυκνό, αδιαπέραστο. 2. που έχει πήξει, στερεοποιηθεί: Πηχτό αίμα. || (ως ουσ.) η πηχτή, φαγητό που παρασκευάζεται από τον πηγμένο ζωμό βρασμένου κεφαλιού γουρουνιού ή ψαριού και από διάφορα καρυκεύματα.

[αρχ. πηκτός, ελνστ. ἡ πηκτή με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. < αρχ. πηκτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες