Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πηλοφόρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πηλοφόρι το [pilofóri] Ο44 : 1. δοχείο με το οποίο μεταφέρεται λάσπη για το χτίσιμο. 2. ξύλινη επίπεδη σανίδα με χερούλι, πάνω στην οποία τοποθετείται και μεταφέρεται λάσπη για χτίσιμο.

[μσν.(;) *πηλοφόριον υποκορ. του ελνστ. πηλοφόρ(ος) -ιον >]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go