Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πηγάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πηγάζω [piγázo] Ρ2.1α : 1. (για νερά) έχω την πηγή μου, αναβλύζω: Tο ποτάμι πηγάζει από το βουνό και χύνεται στη θάλασσα. Tο νερό πηγάζει μέσα από ένα βράχο. 2. (μτφ.) έχω την αρχή, την προέλευση, την αφετηρία, την αιτία μου, εκπορεύομαι: Οι αρμοδιότητές του πηγάζουν από το νόμο. H τέχνη πηγάζει από την πραγματικότητα. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό. Tο όλο πρόβλημα πηγάζει από την κακή διαχείριση των οικονομικών.

[αρχ. πηγάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες