Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεύκος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεύκος ο [péfkos] Ο18 : (λαϊκότρ.) το πεύκο, ιδίως το ψηλό ή το πεύκο μεγάλης ηλικίας.

[πεύκ(ο) μεγεθ. -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go