Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεφωτισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεφωτισμένος -η -ο [pefotizménos] Ε3 : (ιστ., λόγ.) στον όρο πεφωτισμένη μοναρχία / δεσποτεία, η φωτισμένη, η φωτεινή μοναρχία.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. τά πεφωτισμένα μππ. του φωτίζω `διδάσκω΄ σημδ. γερμ. aufgeklärt ή αγγλ. enlightened]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες