Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεφταστέρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεφταστέρι το [peftastéri] Ο44 : (λαϊκότρ.) διάττοντας αστέρας.

[πέφτ(ω) + αστέρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go