Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετσόκομμα το [petsókoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πετσοκόβω.
[πετσοκόβ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (ορθογρ. κατά το άλειμμα)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[πετσοκόβ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (ορθογρ. κατά το άλειμμα)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |