Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετσετοθήκη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετσετοθήκη η [petsetoθíki] Ο30 : θήκη για την τοποθέτηση πετσετών. || μικρό σκεύος στο οποίο τοποθετούνται οι χαρτοπετσέτες.

[λόγ. πετσέτ(α) -ο- + -θήκη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go