Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πετρογραφικός -ή -ό [petroγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην πετρογραφία: Πετρογραφική μελέτη / έρευνα.
[λόγ. < γαλλ. pétrographique < pétrograph(ie) = πετρογραφ(ία) -ique = -ικός]



