Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετρελαιοκίνηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρελαιοκίνηση η [petreleokínisi] Ο33 : η κίνηση οχήματος με πετρέλαιο.

[λόγ. πετρελαιο- + κίνη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go